- καρύκευση
- η [καρυκεύω]η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, το να ρίχνει κάποιος στα φαγητά αρτύματα για να γίνουν πιο νόστιμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρύκευση — η το να ρίχνει κανείς στα φαγητά αρτύματα για να γίνουν περισσότερο νόστιμα: Αυτός είναι ειδικός στην καρύκευση των φαγητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρυκεύσῃ — καρυκεύω dress with rich sauce aor subj mid 2nd sg καρυκεύω dress with rich sauce aor subj act 3rd sg καρυκεύω dress with rich sauce fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυκεία — καρυκεία, ἡ (AM) [καρυκεύω] 1. το να μαγειρεύει κάποιος με καρυκεύματα, η καρύκευση 2. πλούτος, αφθονία αρχ. 1. παρασκεύασμα 2. ταραχή … Dictionary of Greek
καρυκευτικός — ή, ό (AM καρυκευτικός, ή, όν) [καρυκεύω] νεοελλ. (για ουσίες) κατάλληλος για καρύκευση μσν. (για φαγητά και ποτά) ο πλούσιος σε καρυκεύματα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυκευτικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη να καρυκεύει κάποιος, η μαγειρική … Dictionary of Greek
καρύκευμα — το (AM καρύκευμα) [καρυκεύω] 1. η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, η καρύκευση 2. καθετί που χρησιμοποιείται κατά το μαγείρεμα για να γίνει νόστιμο το φαγητό, άρτυμα, μπαχαρικό 3. έδεσμα πλούσια καρυκευμένο … Dictionary of Greek
προσάρτυσις — ύσεως, ἡ, Α [ἄρτυσις] καρύκευση … Dictionary of Greek
σαβόρι — και σαβόρο και σαβόρε, το, Ν άκλ. 1. ξινό παρασκεύασμα που περιέχει λάδι, ξίδι, σκόρδο, αλεύρι και δεντρολίβανο και χρησιμεύει για καρύκευση και διατήρηση τηγανητών ψαριών 2. φρ. «ψάρια σαβόρε» ψάρια μαρινάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. savore < λατ … Dictionary of Greek
καρύκευμα — το η πράξη του καρυκεύω, καρύκευση, άρτυμα, μπαχαρικό, σάλτσα: Τα νόστιμα φαγητά θέλουν καρυκεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)